Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκόπησις
κατασκοπία
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατασκοπίς
κατασκοπίσκος
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκυθρωπάω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
View word page
κατασκυθρωπάω
κατασκυθρωπ-άω or κατασκυθρωπ-έω, = foreg., c. gen., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκυθρωπάω
Headword (normalized):
κατασκυθρωπάω
Headword (normalized/stripped):
κατασκυθρωπαω
IDX:
55181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκυθρωπ-άω</span> or <span class="orth greek">κατασκυθρωπ-έω</span>, = foreg., c. gen., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}