Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπερέως
ἀμπέτιξ
ἀμπεχές
ἀμπέχογκος
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
View word page
ἀμπεχές
ἀμπεχές· ἔνδυμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπεχές
Headword (normalized):
ἀμπεχές
Headword (normalized/stripped):
αμπεχες
IDX:
5517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπεχές·</span> <span class="foreign greek">ἔνδυμα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}