Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκόπησις
κατασκοπία
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατασκοπίς
κατασκοπίσκος
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκυθρωπάω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
View word page
κατασκοπίσκος
κατασκοπ-ίσκος
,
ὁ
, = foreg.,
CIL
8.27790
(Althiburos).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασκοπίσκος
Headword (normalized):
κατασκοπίσκος
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπισκος
IDX:
55176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55177
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκοπ-ίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIL</span> 8.27790 </span> (Althiburos).</div><br><br>'}