Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκόπησις
κατασκοπία
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατασκοπίς
κατασκοπίσκος
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκυθρωπάω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
View word page
κατασκοπίς
κατασκοπ-ίς (sc. ναῦς), ίδος, , = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκοπίς
Headword (normalized):
κατασκοπίς
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπις
IDX:
55175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55176
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκοπ-ίς</span> (sc. <span class="foreign greek">ναῦς</span>), <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}