Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκλῆναι
κατασκληραίνω
κατασκληρόομαι
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκόπησις
κατασκοπία
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατασκοπίς
κατασκοπίσκος
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκυθρωπάω
κατασκώπτω
View word page
κατασκοπία
κατασκοπ-ία, , fem. of κατάσκοπος, epith. of Aphrodite at Troezen, Paus. 2.32.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκοπία
Headword (normalized):
κατασκοπία
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπια
IDX:
55172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκοπ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">κατάσκοπος</span>, epith. of Aphrodite at Troezen, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:2:32:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:2:32:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paus.</span> 2.32.3 </a>.</div><br><br>'}