Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασκιρτάω
κατασκλῆναι
κατασκληραίνω
κατασκληρόομαι
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκόπησις
κατασκοπία
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατασκοπίς
κατασκοπίσκος
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκυθρωπάω
View word page
κατασκόπησις
κατασκόπ-ησις
,
εως
,
ἡ
, = foreg.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασκόπησις
Headword (normalized):
κατασκόπησις
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπησις
IDX:
55171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55172
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκόπ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}