κατασκοπέω
κατασκοπ-έω, fut.-σκέψομαι: aor.-εσκεψάμην:—
A). view closely, spy out, reconnoitre, κ. ὅποι .. Hel. 1607 ; τὰ ἀγγελλόμενα reconnoitre, Aen. Tact. 23.10 ; εἴ πῃ .. Cyr. 7.1.39 , cf. , al.; 6.50 τῶν πολεμίων Sol. 9 ; keep a look-out, of ships, :— Med., - 3.95.6 σκοπεῖσθαι ἑαυτήν Mem. 2.1.22 ; αὐτὸς ἑαυτὸν κ. MM 1213a5 ; inspect, τὰς πανοπλίας ; 10.20.2 γραφήν POxy. 1414.4 (iii A.D.); of a medical examination, . 1.293