Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκίδναμαι
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκλῆναι
κατασκληραίνω
κατασκληρόομαι
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκόπησις
κατασκοπία
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατασκοπίς
κατασκοπίσκος
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
View word page
κατασκοπεύω
κατασκοπ-εύω, = sq., LXX Ex. 2.4 , al., PTeb. 230 (ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκοπεύω
Headword (normalized):
κατασκοπεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπευω
IDX:
55168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκοπ-εύω</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg002:2:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg002:2.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 2.4 </a>, al., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 230 </span> (ii B.C.).</div><br><br>'}