Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκίδναμαι
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκλῆναι
κατασκληραίνω
κατασκληρόομαι
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκόπησις
κατασκοπία
κατασκοπικός
View word page
κατασκληραίνω
κατασκληρ-αίνω
,
A).
harden
,
Hsch.
s.v.
καταμαλάσσοντα
(dub.).
ShortDef
harden
Debugging
Headword:
κατασκληραίνω
Headword (normalized):
κατασκληραίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασκληραινω
IDX:
55163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55164
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκληρ-αίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">harden</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">καταμαλάσσοντα</span> (dub.).</div> </div><br><br>'}