Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκίδναμαι
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκλῆναι
κατασκληραίνω
κατασκληρόομαι
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκόπησις
κατασκοπία
View word page
κατασκλῆναι
κατασκλῆναι,
A). v. κατασκέλλομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκλῆναι
Headword (normalized):
κατασκλῆναι
Headword (normalized/stripped):
κατασκληναι
IDX:
55162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55163
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκλῆναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατασκέλλομαι</span> .</div> </div><br><br>'}