Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπερέως
ἀμπέτιξ
ἀμπεχές
ἀμπέχογκος
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
View word page
ἀμπερέως
ἀμπερέως· διαμπάξ, Hsch. ἀμπέσαι· ἀμφιέσαι ( Lacon.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπερέως
Headword (normalized):
ἀμπερέως
Headword (normalized/stripped):
αμπερεως
IDX:
5515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπερέως·</span> <span class="foreign greek">διαμπάξ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀμπέσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀμφιέσαι</span> ( Lacon.), Id.</div><br><br>'}