Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκίδναμαι
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκλῆναι
κατασκληραίνω
κατασκληρόομαι
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπεύω
View word page
κατασκίδναμαι
κατασκίδναμαι
, Pass. of
κατασκεδάννυμι
,
Plu.
2.776f
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασκίδναμαι
Headword (normalized):
κατασκίδναμαι
Headword (normalized/stripped):
κατασκιδναμαι
IDX:
55158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55159
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκίδναμαι</span>, Pass. of <span class="foreign greek">κατασκεδάννυμι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.776f </span>.</div><br><br>'}