Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμάτιον
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατασκευόω
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
View word page
κατάσκευος
κατάσκευ-ος, ον,
A). furnished, οἶκος dub.l.in IG 12(3).185 (Astypalaea).


ShortDef

furnished

Debugging

Headword:
κατάσκευος
Headword (normalized):
κατάσκευος
Headword (normalized/stripped):
κατασκευος
IDX:
55146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55147
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάσκευ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furnished</span>, <span class="foreign greek">οἶκος</span> dub.l.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(3).185 </span> (Astypalaea).</div> </div><br><br>'}