Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκέπω
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμάτιον
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατασκευόω
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
View word page
κατασκευάστρια
κατασκευ-άστρια, , fem. of κατασκευαστής,
A). she who prepares, Sch. Lyc. 578 (ed. Bachm.).


ShortDef

she who prepares

Debugging

Headword:
κατασκευάστρια
Headword (normalized):
κατασκευάστρια
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστρια
IDX:
55144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκευ-άστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">κατασκευαστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">she who prepares</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 578 </span> (ed. Bachm.).</div> </div><br><br>'}