Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατάσκεπος
κατασκέπτομαι
κατασκέπω
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμάτιον
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατασκευόω
κατάσκεψις
View word page
κατασκευασμάτιον
κατασκευ-ασμάτιον
,
τό
, Dim. of foreg., Hero.
Spir.
1.7
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασκευασμάτιον
Headword (normalized):
κατασκευασμάτιον
Headword (normalized/stripped):
κατασκευασματιον
IDX:
55138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55139
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκευ-ασμάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., Hero.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Spir.</span> 1.7 </span>.</div><br><br>'}