Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκέλλομαι
κατασκένω
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατάσκεπος
κατασκέπτομαι
κατασκέπω
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμάτιον
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
View word page
κατασκευασία
κατασκευ-ᾰσία, ,
A). preparation of drugs, Suid. s.v. κῦφι .


ShortDef

preparation

Debugging

Headword:
κατασκευασία
Headword (normalized):
κατασκευασία
Headword (normalized/stripped):
κατασκευασια
IDX:
55136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκευ-ᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preparation</span> of drugs, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κῦφι</span> .</div> </div><br><br>'}