Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελετόω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκένω
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατάσκεπος
κατασκέπτομαι
κατασκέπω
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμάτιον
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
View word page
κατάσκεπος
κατάσκεπος, ον,
A). v. κατάσκοπος 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάσκεπος
Headword (normalized):
κατάσκεπος
Headword (normalized/stripped):
κατασκεπος
IDX:
55132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάσκεπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατάσκοπος</span> <span class="bibl"> 11 </span>.</div> </div><br><br>'}