Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκαφής
κατασκάφιλος
κατασκεδάζω
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελετόω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκένω
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατάσκεπος
κατασκέπτομαι
κατασκέπω
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμάτιον
κατασκευασμός
View word page
κατασκέπασμα
κατασκέπ-ασμα, ατος, τό,
A). covering, Al. Ex. 26.36 .


ShortDef

covering

Debugging

Headword:
κατασκέπασμα
Headword (normalized):
κατασκέπασμα
Headword (normalized/stripped):
κατασκεπασμα
IDX:
55129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκέπ-ασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covering</span>, Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 26.36 </span>.</div> </div><br><br>'}