Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκάφιλος
κατασκεδάζω
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελετόω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκένω
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατάσκεπος
κατασκέπτομαι
κατασκέπω
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
View word page
κατασκένω
κατασκένω
, Cret.,
A).
=
κατακτείνω
,
GDI
4998i14
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατασκένω
Headword (normalized):
κατασκένω
Headword (normalized/stripped):
κατασκενω
IDX:
55127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55128
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκένω</span>, Cret., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατακτείνω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 4998i14 </span>.</div> </div><br><br>'}