Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκάφιλος
κατασκεδάζω
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελετόω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκένω
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατάσκεπος
κατασκέπτομαι
κατασκέπω
View word page
κατασκελετόω
κατασκελετ-όω, = foreg., Phot. ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκελετόω
Headword (normalized):
κατασκελετόω
Headword (normalized/stripped):
κατασκελετοω
IDX:
55124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασκελετ-όω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> ( Pass.).</div><br><br>'}