κατασκεδάννυμι
κατασκεδ-άννῡμι and κατασκεδ-ύω ( codd.), Att. fut. 54.4
A). -σκεδῶ :— 25 scatter, pour upon or over, κατάχυσμα .. κατ εσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ’ ὑμῶν Av. 536 , cf. PMagd. 33.4 (iii B.C.); τὰς ἀμίδας l.c.: usu. c. acc. et gen., τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Antiph.l.c., etc.; ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας -σκεδάσας ; 18.50 κ. ὕβριν τινός pour abuse upon one, ; 2.10c λῆρον κ. τινός Salt. 6 ; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κ. τινός Eun. 2 , etc.
2). κ. φήμην spread a report against one, Ap. 18c :— Pass., ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω Min. 320d ; ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται (prob. l. for -σκεύασται) ; 10.23 τοῦ πόνου πλείονος -ασμένου τῆς σαρκός Medic. 7 .
4). overthrow, destroy, (Euboea). 12(9).1179.9