Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατάσιμος
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκάφιλος
View word page
κατάσιμος
κατάσῑμος, ον,
A). = σιμός , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάσιμος
Headword (normalized):
κατάσιμος
Headword (normalized/stripped):
κατασιμος
IDX:
55110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάσῑμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σιμός</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}