Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασημειόομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατάσιμος
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
View word page
κατασιγαίνω
κατασῑγ-αίνω,
A). silence, calm, Hsch. s.v. πραΰνει .


ShortDef

silence, calm

Debugging

Headword:
κατασιγαίνω
Headword (normalized):
κατασιγαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασιγαινω
IDX:
55104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασῑγ-αίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">silence, calm</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πραΰνει</span> .</div> </div><br><br>'}