Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασεισμός
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασημειόομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
View word page
κατασημειόομαι
κατασημ-ειόομαι, Pass.,
A). = κατασημαίνομαι 1 . Klio 17.187 (Delph., i A.D.), cf. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασημειόομαι
Headword (normalized):
κατασημειόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασημειοομαι
IDX:
55099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασημ-ειόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατασημαίνομαι</span> <span class="bibl"> 1 </span>. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Klio</span> 17.187 </span> (Delph., i A.D.), cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}