Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπερέως
ἀμπέτιξ
ἀμπεχές
ἀμπέχογκος
ἀμπεχόνη
View word page
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελο-φύλαξ·
A).
custos vineae,
Gloss.
ShortDef
custos vineae
Debugging
Headword:
ἀμπελοφύλαξ
Headword (normalized):
ἀμπελοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
αμπελοφυλαξ
IDX:
5509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5510
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπελο-φύλαξ·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">custos vineae,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}