Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασεισμός
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασημειόομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
View word page
κατασημαντικός
κατασημ-αντικός, , όν,
A). marking distinctly, Longin. 32.5 .


ShortDef

marking distinctly

Debugging

Headword:
κατασημαντικός
Headword (normalized):
κατασημαντικός
Headword (normalized/stripped):
κατασημαντικος
IDX:
55098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55099
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασημ-αντικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">marking distinctly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 32.5 </span>.</div> </div><br><br>'}