Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασεισμός
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασημειόομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
View word page
κατασειστέον
κατα-σειστέον,
A). one must shake, Sor. 1.65 .


ShortDef

one must shake

Debugging

Headword:
κατασειστέον
Headword (normalized):
κατασειστέον
Headword (normalized/stripped):
κατασειστεον
IDX:
55092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55093
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-σειστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must shake</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:65" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.65/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.65 </a>.</div> </div><br><br>'}