Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασεισμός
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασημειόομαι
View word page
κατασβεστέον
κατα-σβεστέον,
A). one must quench, Plu. 2.787f .


ShortDef

one must quench

Debugging

Headword:
κατασβεστέον
Headword (normalized):
κατασβεστέον
Headword (normalized/stripped):
κατασβεστεον
IDX:
55089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55090
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-σβεστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must quench</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.787f </span>.</div> </div><br><br>'}