Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρυβδήσας
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασεισμός
View word page
καταρχικός
καταρχ-ικός, , όν,
A). pertaining to καταρχαί 11 , Cat.Cod.Astr. 2.41 .


ShortDef

pertaining to

Debugging

Headword:
καταρχικός
Headword (normalized):
καταρχικός
Headword (normalized/stripped):
καταρχικος
IDX:
55081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρχ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pertaining to</span> <span class="quote greek">καταρχαί</span> <span class="bibl"> 11 </span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.41 </span>.</div> </div><br><br>'}