Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρυβδήσας
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
View word page
κατάρχης
κατάρχ-ης, voc. -άρχα,,
A). founder, creator, γῆς PMag.Par. 1.713 .


ShortDef

founder, creator

Debugging

Headword:
κατάρχης
Headword (normalized):
κατάρχης
Headword (normalized/stripped):
καταρχης
IDX:
55080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάρχ-ης</span>, voc. <span class="foreign greek">-άρχα,</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">founder, creator</span>, <span class="quote greek">γῆς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.713 </span> .</div> </div><br><br>'}