Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρυβδήσας
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
View word page
καταρυβδήσας
καταρυβδήσας,
A). v. καταρροιβδέω . κατάρῠτος, ον, = κατάρρυτος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρυβδήσας
Headword (normalized):
καταρυβδήσας
Headword (normalized/stripped):
καταρυβδησας
IDX:
55077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρυβδήσας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταρροιβδέω</span> . <span class="orth greek">κατάρῠτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = <span class="ref greek">κατάρρυτος</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}