Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
κάταρσον
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρυβδήσας
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχω
View word page
κατάρτισμα
κατάρτ-ισμα
,
ατος
,
τό
,
A).
finished product,
Gloss.
(pl.).
ShortDef
finished product
Debugging
Headword:
κατάρτισμα
Headword (normalized):
κατάρτισμα
Headword (normalized/stripped):
καταρτισμα
IDX:
55072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55073
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάρτ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">finished product,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span>(pl.).</div> </div><br><br>'}