Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
κάταρσον
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
View word page
κάταρσον
κάταρσον· κατάκλεισον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάταρσον
Headword (normalized):
κάταρσον
Headword (normalized/stripped):
καταρσον
IDX:
55066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάταρσον·</span> <span class="foreign greek">κατάκλεισον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}