Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρροια
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
καταρροϊστικός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
View word page
καταρροϊστικός
καταρρο-ϊστικός, , όν, = foreg. 11 , cj. ib. 929b27 (-ιτικοί, -ητικοί codd.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρροϊστικός
Headword (normalized):
καταρροϊστικός
Headword (normalized/stripped):
καταρροιστικος
IDX:
55047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55048
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρρο-ϊστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = foreg. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:11/canonical-url/"> 11 </a>, cj. ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:929b:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:929b.27/canonical-url/"> 929b27 </a> (<span class="foreign greek">-ιτικοί, -ητικοί</span> codd.).</div><br><br>'}