Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρροια
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
καταρροϊστικός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
View word page
καταρροΐζομαι
καταρρο-ΐζομαι,
A). have a catarrh, Dsc. 1.40 (as v. l.), Gal. 6.548 .


ShortDef

have a catarrh

Debugging

Headword:
καταρροΐζομαι
Headword (normalized):
καταρροΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταρροιζομαι
IDX:
55045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρρο-ΐζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have a catarrh</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.40 </span> (as v. l.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.548 </span>.</div> </div><br><br>'}