Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρροια
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
καταρροϊστικός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
View word page
καταρροιβδέω
καταρροιβδέω,
A). swallow up, Hsch. (-ρυβδήσας cod., fort. recte, v. ἀναρροιβδέω ).


ShortDef

swallow up

Debugging

Headword:
καταρροιβδέω
Headword (normalized):
καταρροιβδέω
Headword (normalized/stripped):
καταρροιβδεω
IDX:
55043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρροιβδέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swallow up</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-ρυβδήσας</span> cod., fort. recte, v. <span class="ref greek">ἀναρροιβδέω</span> ).</div> </div><br><br>'}