Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρρήσσω1
καταρρήσσω2
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρροια
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
καταρροϊστικός
κατάρροος
καταρροπή
View word page
καταρριπτάζω
καταρριπτ-άζω, in Pass.,
A). to be blown away, scattered, Hsch.


ShortDef

to be blown away, scattered

Debugging

Headword:
καταρριπτάζω
Headword (normalized):
καταρριπτάζω
Headword (normalized/stripped):
καταρριπταζω
IDX:
55039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρριπτ-άζω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be blown away, scattered</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}