Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρήσσω1
καταρρήσσω2
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρροια
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
View word page
κατάρριν
κατάρρῑν
,
ῑνος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
hook-nosed,
PPetr.
1p.51
(iii B. C.).
ShortDef
hook-nosed
Debugging
Headword:
κατάρριν
Headword (normalized):
κατάρριν
Headword (normalized/stripped):
καταρριν
IDX:
55036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55037
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάρρῑν</span>, <span class="itype greek">ῑνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hook-nosed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PPetr.</span> 1p.51 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}