Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρήσσω1
καταρρήσσω2
καταρρητορεύω
καταρριγέω
κατάρριζος
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
κατάρριν
καταρρινάω
καταρριπισμός
καταρριπτάζω
καταρρίπτω
View word page
καταρρήσσω2
καταρρήσσω
(B), Ion. for
καταρράσσω
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταρρήσσω2
Headword (normalized):
καταρρήσσω
Headword (normalized/stripped):
καταρρησσω2
IDX:
55030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55031
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρρήσσω</span> (B), Ion. for <span class="foreign greek">καταρράσσω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}