Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταρραπτίτης
καταρράπτω
καταρράσσω
καταρρᾳστωνεύω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρραχίζω
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρήσσω1
καταρρήσσω2
καταρρητορεύω
καταρριγέω
View word page
καταρρεπής
καταρρεπής
,
ές
,
A).
=
ἑτερορρεπής
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταρρεπής
Headword (normalized):
καταρρεπής
Headword (normalized/stripped):
καταρρεπης
IDX:
55022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55023
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρρεπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερορρεπής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}