Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρραπτίτης
καταρράπτω
καταρράσσω
καταρρᾳστωνεύω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρραχίζω
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
κατάρρησις
καταρρήσσω1
καταρρήσσω2
View word page
κατάρρειθρον
κατάρρειθρον, =
A). endoriguum, Gloss.


ShortDef

endoriguum

Debugging

Headword:
κατάρρειθρον
Headword (normalized):
κατάρρειθρον
Headword (normalized/stripped):
καταρρειθρον
IDX:
55020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55021
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάρρειθρον</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endoriguum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}