Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
καταρρακτικῶς
καταρραντέον
καταρραντίζω
καταρραπιστέον
καταρραπτέον
καταρραπτίτης
καταρράπτω
καταρράσσω
καταρρᾳστωνεύω
καταρραφή
κατάρραφος
καταρραχίζω
καταρρέζω
κατάρρειθρον
καταρρεμβεύω
καταρρεπής
View word page
καταρραπτίτης
καταρραπτίτης [ῑ] (sc. ἀγών), ου, , contest at Rhodes, Gorgon 2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρραπτίτης
Headword (normalized):
καταρραπτίτης
Headword (normalized/stripped):
καταρραπτιτης
IDX:
55012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55013
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρραπτίτης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span> (sc. <span class="foreign greek">ἀγών</span>), <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, contest at Rhodes, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2357.tlg001:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2357.tlg001:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gorgon</span> 2 </a>.</div><br><br>'}