Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
καταριστήν
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
καταρρακτήρ
καταρράκτης
View word page
καταρμόζω
καταρμόζω, Ion. for καθαρμόζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρμόζω
Headword (normalized):
καταρμόζω
Headword (normalized/stripped):
καταρμοζω
IDX:
54996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρμόζω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καθαρμόζω</span>.</div><br><br>'}