Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
καταριστήν
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
καταρραίνω
καταρρακόω
View word page
καταρκής
καταρκ-ής
,
ές
,
A).
fully sufficient
,
Hsch.
(
-Χής
cod.).
ShortDef
fully sufficient
Debugging
Headword:
καταρκής
Headword (normalized):
καταρκής
Headword (normalized/stripped):
καταρκης
IDX:
54994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54995
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρκ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fully sufficient</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>(<span class="foreign greek">-Χής</span> cod.).</div> </div><br><br>'}