Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
καταριστήν
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
καταρραγή
καταρραθυμέω
View word page
καταριστήν
καταριστήν,
A). = τὴν Χάλαζαν , dub. in Call. Fr. 357 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταριστήν
Headword (normalized):
καταριστήν
Headword (normalized/stripped):
καταριστην
IDX:
54992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταριστήν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τὴν Χάλαζαν</span> , dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:357" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:357/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Call.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 357 </a>.</div> </div><br><br>'}