Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
καταριστήν
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
καταρόω
View word page
καταρίπτω
καταρίπτω,
A). = καταρρίπτω , Man. 3.55 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρίπτω
Headword (normalized):
καταρίπτω
Headword (normalized/stripped):
καταριπτω
IDX:
54990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταρρίπτω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:3:55" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:3.55/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 3.55 </a>.</div> </div><br><br>'}