Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταρδεύω
κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
καταριστήν
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρνητικός
κάταρξις
View word page
καταρινάω
καταρῑνάω or κατᾰριθμ-έω,
A). v. καταρρ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρινάω
Headword (normalized):
καταρινάω
Headword (normalized/stripped):
καταριναω
IDX:
54989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρῑνάω</span> or <span class="orth greek">κατᾰριθμ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταρρ-</span> .</div> </div><br><br>'}