Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάρδευτος
καταρδεύω
κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
καταριστήν
καταρκέω
καταρκής
καταρκτικός
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρνητικός
View word page
καταριθμητέον
κατᾰριθμ-ητέον,
A). one must count, Ph. 2.488 .


ShortDef

one must count

Debugging

Headword:
καταριθμητέον
Headword (normalized):
καταριθμητέον
Headword (normalized/stripped):
καταριθμητεον
IDX:
54988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατᾰριθμ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must count</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:488" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.488/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.488 </a>.</div> </div><br><br>'}