Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταργία
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
καταρδεύω
κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
καταριστήν
καταρκέω
καταρκής
View word page
καταρθεία
καταρθεία and καταρδ-θία,
A). v. καταρτεία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρθεία
Headword (normalized):
καταρθεία
Headword (normalized/stripped):
καταρθεια
IDX:
54984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρθεία</span> and <span class="orth greek">καταρδ-θία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταρτεία</span> .</div> </div><br><br>'}