Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταργέω
κατάργησις
καταργητέον
καταργία
κάταργμα
κατάργυρος
καταργυρόω
κατάρδευτος
καταρδεύω
κατάρδω
καταρέζω
κάταρvος
κατάρης
καταρθεία
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρίθμησις
καταριθμητέον
καταρινάω
καταρίπτω
καταριστάω
View word page
καταρέζω
καταρέζω
, poet. for
καταρρέζω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταρέζω
Headword (normalized):
καταρέζω
Headword (normalized/stripped):
καταρεζω
IDX:
54981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54982
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταρέζω</span>, poet. for <span class="foreign greek">καταρρέζω</span>.</div><br><br>'}